- Βῶροι
- Βῶροςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βώροι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 755 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιώτισσας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσσάρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου. Η παλαιά συνοικία του οικισμού έχει ανακηρυχτεί διατηρητέα για το φυσικό… … Dictionary of Greek
βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… … Dictionary of Greek
Πυργιώτισσας επαρχία — Παλαιά διοικητική διαίρεση (157 τ. χλμ.) του νομού Ηρακλείου. Πρωτεύουσα ήταν οι Βώροι. Η επαρχία οφείλει το όνομά της στη μικρή εκκλησία της Παναγίας της Πυργιώτισσας, που βρίσκεται κοντά στο Τυμπάκι. Η ονομασία εξάλλου Πυργιώτισσα οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
u̯er-8 (*su̯er-) — u̯er 8 (*su̯er ) English meaning: to observe, pay attention Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben” Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… … Proto-Indo-European etymological dictionary